Η κυρά-Τασία στέλνει τον άντρα της στην αγορά να αγοράσει σαλιγκάρια .
-Πρόσεξε! Μη πιάσεις τη κουβέντα στην αγορά. Να πας και να γυρίσεις αμέσως. Δε θα προλάβουνε να γίνουνε τα σαλιγκάρια για το μεσημέρι.
Φεύγει ο κυρ-Γιώργος και πάει γρήγορα-γρήγορα στην αγορά , παίρνει τα σαλιγκάρια και ξεκινάει για το σπίτι.
Καθώς περνούσε από ένα καφενείο κοντά στην αγορά , βλέπει μέσα 2 φίλους του να πίνουν το ουζάκι τους . Τους χαιρετάει και κάθεται μαζί τους για λίγο, γιατί πρέπει να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι. Πίνει κι αυτός τα ουζάκια του , ένα , δύο , τρία καραφάκια όταν θυμάται τη γυναίκα του .
-Αμάν! άργησα! Φεύγω , θα τα πούμε μια άλλη φορά! και φεύγει βιαστικός.
Είχε φτάσει στα μισά του δρόμου όταν βλέπει το γείτονά του τον Κώστα.
-Πάμε για καμιά μπυρίτσα, του λέει ο Θανάσης .
-Έχω αργήσει , Θανάση μου . Αλλά μη σου χαλάσω το χατίρι . Πάμε, αλλά για λίγο.
Και κάθονται σε ένα μαγαζάκι . Πίνουν μια , δυο , τρεις , δέκα , έντεκα μπύρες και ξαφνικά ο κυρ-Γιώργος κοιτάζει το ρολόι του . Είναι 4 η ώρα .
-Ποιος την ακούει τη κυρά-Τασία! λέει και σηκώνεται να φύγει . Έχει ψιλομεθύσει , του αρέσει άλλωστε το ποτό . Προχωράει όσο πιο γρήγορα μπορεί , αλλά 2 τετράγωνα πριν από το σπίτι του , συναντάει το φίλο του το Βαγγέλη .
-Έλα για λίγο στο σπίτι, του λέει ο Βαγγέλης.
Άνοιξα χθες ένα καινούργιο βαρέλι κρασί . Πρέπει να το δοκιμάσουμε !
Ανεβαίνει ο κυρ-Γιώργος στο σπίτι του Βαγγέλη με τα σαλιγκάρια στο χέρι .
Δοκιμάζει το καινούργιο κρασί και πριν προλάβει να τελειώσει το δέκατο ποτήρι διαπιστώνει ότι έχει σκοτεινιάσει.
Δεν τον παίρνουν τα πόδια του , αλλά τρεκλίζοντας και με τα σαλιγκάρια παραμάσχαλα πάει προς το σπίτι.
-Δε θα ξανασταματήσω πουθενά! λέει μέσα στο μεθύσι του .
Φτάνει στο σπίτι , βγάζει τα κλειδιά , προσπαθεί να βρει το σωστό κλειδί . Δύσκολο όμως με το μεθύσι που έχει. Παραπατάει και του πέφτει η σακούλα με τα σαλιγκάρια από τα χέρια . Σκίζεται και χύνονται τα σαλιγκάρια στα σκαλοπάτια. Η κυρά-Τασία που καθόταν στα καρφιά από το πρωί, μόλις άκουσε το θόρυβο άνοιξε την πόρτα έξαλλη.
-Που ήσουνα , βρε γαϊδούρι , όλη μέρα;
Κι ο κυρ-Γιώργος: Μη φωνάζεις ! Δε βλέπεις, της λέει δείχνοντας τα σαλιγκάρια . Και γυρίζοντας προς τα πεσμένα σαλιγκάρια τους :
-Ελάτε,ελάτε, σαλιγκαράκια μου, σχεδόν φτάσαμε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου